- υποδείχνω
- υποδείχνω, υπέδειξα βλ. πίν. 29
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποδείχνω — υπόδειξα και υπέδειξα, υποδείχτηκα, υποδειγμένος 1. δείχνω κάτι έμμεσα, πλάγια ή σιωπηρά, καθοδηγώ, πληροφορώ: Του υπέδειξα πώς να ενεργήσει. 2. συμβουλεύω, προτείνω: Υπέδειξε τη λήψη απόφασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» … Dictionary of Greek
υποδηλώνω — υποδήλωσα, υποδηλώθηκα, υποδηλωμένος, φανερώνω κάτι έμμεσα, πλάγια, καλυμμένα, υποδείχνω: Το κύμα απεργιών υποδηλώνει αύξηση πληθωρισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)